- βροχωτός
- η , όν1) сетчатый; 2) которого ловят силком, ловушкой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βροχωτός — formed by a noose masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροχωτός — ή, ό (Α βροχωτός, ή, όν) [βρόχος] αυτός που έχει σχήμα βρόχου αρχ. πιασμένος στον βρόχο, παγιδευμένος … Dictionary of Greek
βροχωτόν — βροχωτός formed by a noose masc/fem acc sg βροχωτός formed by a noose neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχος — ο (AM βρόχος) 1. θηλιά που χρησιμοποιείται σαν αγχόνη 2. παγίδα για πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Στην ύπαρξη τ. μόροττον «εκ φλοιού πλέγμα τι, ῳ έτυπτον αλλήλους τοις Δημητρίοις» (Ησύχ.) στηρίζεται η υπόθεση της αναγωγής του βρόχος σε τ. *μρόχος (>… … Dictionary of Greek